- πειθάνωρ
- πειθ-άνωρ [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,A obeying men, obedient, A.Ag.1639.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πειθάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) ο πειθόμενος, ο ευπειθής στους άνδρες, ο υπάκουος («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. ψευδ άνωρ] … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πειθάνορα — πειθά̱νορα , πειθάνωρ obeying men masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)